;

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

«Ο εν Πάτραις Μητροπολιτικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», εργασία του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου, Λέκτορα του Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή Αθηνών-Δικηγόρου

«Στην κεντρική οδό Μαιζώνος των Πατρών βρίσκεται ο μητροπολιτικός, ήδη από το 1856, ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.»

Όπως βεβαιώνεται στην από 25 Ιανουαρίου 1886 αναφορά των ενοριτών του προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΙΑΕΕ, φάκ. 77), ο Ναός αυτός κείται στο κεντρικότερο μέρος της πόλεως, με αποτέλεσμα να συρρέουν στις ιερουργίες που τελούνται σε αυτόν, πλην των ενοριτών του, «και άφθονοι ξένοι και άλλοι παρεπιδημούντες χάριν εμπορίου ή ναυτιλίας». Αυτή η ιδιομορφία στη συγκρότηση του ενοριακού σώματος επισημαίνεται και σε δημοσίευμα της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Φίλος του Λαού» της 26 Ιουνίου 1879 (φύλ. 41), όπου στη στήλη «Διάφορα», δημοσιεύεται η προτροπή της συντάξεως προς τον τότε Δήμαρχο Πατρέων Αθανάσιο Κανακάρη - Ρούφο να συστήσει μία επιτροπή και «να εκκαθαρίση την ανώμαλλον κατάστασιν των ενοριών της πόλεως». Τονίζεται, εκεί, η χωροταξική αναρχία των ενοριών, οι οποίες θα έπρεπε να είναι ανάλογες. Ειδικώς, για την εκκλησία του Ευαγγελισμού παρατηρείται αφενός ότι περιλαμβάνει «τρία, τέσσαρα τετράγωνα ενοριτών και οι πλείστοι των κατοίκων είναι άνευ οικογενειών και ετερόθρησκοι» και αφετέρου πως δεν έχει κτήματα και προσόδους, απεναντίας δε ως Μητρόπολη επιβαρύνεται «καθεκάστην εις πολυτελή έξοδα τελετών κ.λπ.». Τελικώς, μετά από πρόταση του επί των Εκκλησιαστικών Υπουργού Απ. Αλεξανδρή, εκδίδεται στις 17 Μαρτίου 1912 από τον Γεώργιο Α´ Βασιλικό Διάταγμα «περί ορισμού των ενοριών των χωρίων του δήμου Πατρέων», το οποίο δημοσιεύεται στις 10 Απριλίου στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου» (φύλλο Α´/110) και μεταξύ των 8 ενοριών της πόλεως των Πατρών ορίζεται (α´) και «η του Ευαγγελισμού (Μητροπόλεως)».



Η ανέγερση

Η ιστορία του ναού στο νεώτερο ελληνικό κράτος περιγράφεται σε, άγνωστο μέχρι σήμερα, υλικό, το οποίο βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και συγκεκριμένα στο Αρχείο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και στον με αριθ. 243 Φάκελο υπό τον τίτλο «Αχαΐας και Ήλιδος ενοριακαί εκκλησίαι».

I. Συγκεκριμένα, στις 30 Μαρτίου 1840, ο Δήμαρχος Πατρέων Ι. Μπουκαούρης απευθύνεται εγγράφως προς τη Β. Διοίκηση Αχαΐας (αριθ. πρωτ. 1867 - διεκπ. 661), γνωστοποιώντας σε αυτήν το αίτημα των επιτρόπων του κατά το Τελωνείο [= Δογάνα] παλαιού ναού του Αγ. Νικολάου να ανεγερθεί «δι҆ εξόδων εθελουσίου συνεισφοράς» ναός του Αγ. Γεωργίου στη δυτική πλευρά του 21 Ο.Τ. της κάτω πόλεως. Ο Δήμαρχος ζητεί από τη Διοίκηση «να ενεργήση την επί τούτο άδειαν» για τους κάτωθι λόγους˙ οι περισσότεροι κάτοικοι των Πατρών κατοικούν στην κάτω πόλη, στο κεντρικό σημείο της οποίας ουδεμία, πλην του Αγ. Νικολάου (Μώλου) εκκλησία υπάρχει, η οποία, άλλωστε, πρόκειται να κατεδαφισθεί, επειδή: α´) είναι μικρή, με χωρητικότητα μόλις 200 ψυχών και β´) κείται στο μέσο του δρόμου του Μώλου, προσβάλλοντας και τη διάβαση των ανθρώπων και τη θέα των οικοδομών που έχουν ανεγερθεί κατά μήκος του και την αξιοπρέπεια της εκκλησίας, η οποία εκτίθεται στον θόρυβο των περαστικών. Οι λοιποί πλησιόχωροι ναοί, της Παντανάσσης και του Αγ. Νικολάου (Βλατερό) «και μικρότατοι είναι και μακράν της πληθώας των κατοίκων». Σημειώνεται, τέλος, ότι το οικόπεδο επί του οποίου θα ανεγερθεί η οικοδομή του ναού, σχέδιο και προϋπολογισμός της οποίας επίσης συνυποβάλλονται, έχει παραχωρηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και εκτός αυτού ουδείς άλλος χώρος υπάρχει, προς το παρόν, κατάλληλος για εκκλησία. Το εν λόγω έγγραφο του Δημάρχου Πατρέων παραλαμβάνεται την 1η Απριλίου 1840 από τη Διοίκηση Αχαΐας και αυθημερόν διαβιβάζεται στην αναθεωρητική επιτροπή, προκειμένου να πληροφορηθεί από την τελευταία εάν υφίσταται «αντιποίησις τρίτου τινoς επί του προκειμένου γηπέδου».

Στις 18 Απριλίου ο Διοικητής Αχαΐας αποστέλλει προς τη Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το με αριθ. πρωτ. 2099 έγγραφό του «περί ανεγέρσεως Ναού του αγίου Γεωργίου», επί γηπέδου πήχεων 1345, το οποίο (γήπεδο) είχε δοθεί ως αποζημίωση για τις ιδιοκτησίες που είχαν αφαιρεθεί από τον ναό του Αγ. Νικολάου του Τελωνείου. Ο επί των Εκκλησιαστικών Γραμματέας Ν. Γ. Θεοχάρης ζητά στις 28 Απριλίου από τη Γραμματεία της Επικρατείας να τον ενημερώσει, «μετά την του Σχεδίου και την του προϋπολογισμού της δαπάνης εξέτασιν», εάν υφίσταται οιοδήποτε κώλυμα για τη χορήγηση στο πλαίσιο των καθηκόντων του της άδειας για την εκ βάθρων ανέγερση της εν λόγω εκκλησίας (αριθ. εξερχ. 1523/29 Απριλίου). Συγχρόνως, απευθύνεται, κατά την ίδια ημεροχρονολογία, και προς τον Διοικητή Αχαΐας σε απάντηση της με αριθ. πρωτ. 2099 αναφοράς του τελευταίου, επισημαίνοντας σε αυτόν ότι η αναφορά του δεν συνοδεύεται, ως όφειλε, ούτε από την, κατά το άρθρο 50 § 7 του Νόμου «περί συστάσεως των Δήμων» της 27ης Δεκεμβρίου 1833 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ούτε από τη γνωμοδότηση της Επισκοπής Αχαΐας, που, επίσης, απαιτείται κατά τη ρητή διαταγή της με αριθ. 11253 εγκυκλίου της Β. Γραμματείας. Παρακαλείται, έτσι, ο Διοικητής Αχαΐας να αποστείλει, πρωτοτύπως και άνευ αναβολής, τα απαιτούμενα δύο έγγραφα.

II. Η συμμόρφωση του Διοικητή Αχαΐας προς τις οδηγίες του επί των Εκκλησιαστικών Γραμματέως είναι άμεση. Έτσι, στις 9 Μαΐου 1840 αποστέλλεται στη Διοίκηση Αχαΐας η αναγκαία (με αριθ. 41) Γνωμοδότηση της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, η οποία αποφαίνεται ότι η αίτηση του Δημάρχου Πατρών περί ανεγέρσεως ναού στο με αριθ. 21 Ο.Τ., αντί του κατά το Τελωνείο εκκλησιδίου του Αγ. Νικολάου, «είναι απολύτως αναγκαία» και συνεπώς πρέπει η Β. Διοίκηση να ενεργήσει «όσον τάχιστον» τα κατ’ αυτήν. Ζητά, ωστόσο, από τον Δήμαρχο να διασαφήσει επʼ ονόματι τίνος Αγ. Γεωργίου θα τιμάται ο προς ανέγερση ναός.

Η γνωμοδότηση της εκκλησιαστικής επιτροπής παραλαμβάνεται την επομένη από τη Διοίκηση Αχαΐας (αριθ. 2999/10 Μαΐου 1840) και αμελλητί διαβιβάζεται προς τον Δήμαρχο Πατρών προκειμένου αυτός να προκαλέσει το συντομότερο «την περί της προτεινομένης ανεγέρσεως Ιερού Ναού γνωμοδότησιν του δημοτικού συμβουλίου», στην οποία πρέπει να περιλαμβάνεται η κατά τα άνω διασάφηση που ζητά η εκκλησιαστική αρχή.


Η από 9 Μαΐου 1840 θετική γνωμοδότηση της εκκλησιαστικής επιτροπής Αχαΐας για την ανέγερση του ναού (ΓΑΚ Φ 243/Λ 62).

Το Δημοτικό Συμβούλιο ασχολείται με το ζήτημα κατά τη συνεδρίαση της 20 Μαΐου 1840. Αν και αναγνωρίζει την αναγκαιότητα ανεγέρσεως του ναού (πρακτικό με αριθ. 18), αποφαίνεται ότι αυτός πρέπει να ανεγερθεί «υπό το όνομα της Ευαγγελιστρίας», σε ανάμνηση της επετείου της εθνεγερσίας, η οποία συνεορτάζεται την ημέρα εκείνη.

III. Η Διοίκηση Αχαΐας, έχοντας πλέον στη διάθεσή της τα δύο απαιτούμενα έγγραφα, απευθύνεται στις 29 Μαΐου στην επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία. Στο σχετικό διαβιβαστικό έγγραφό της (αριθ. πρωτ. 2436) παρατηρεί ότι η ανάγκη της ανεγέρσεως της εκκλησίας είναι «αποδεδειγμένος και απόλυτος», πλην όμως έχει καταγραφεί μία διαφωνία «ως προς την ονομασίαν, υπό την οποίαν θέλει τιμάσθαι ο ναός» μεταξύ του δημοτικού συμβουλίου και όσων ζητούν να ανεγείρουν τον ναό εξ ιδίων εξόδων˙ το μεν δημοτικό συμβούλιο προκρίνει το όνομα της Ευαγγελίστριας, οι δε εκείνο του Αγ. Γεωργίου. Ζητά, έτσι, ο Διοικητής Αχαΐας από τη Β. Γραμματεία να διατάξει ό,τι κρίνει αρμόδιο, προκειμένου να προληφθεί σκάνδαλο που ενδέχεται να ξεσπάσει ως εκ της αναφυείσας διαφωνίας.

Μετά από την άπρακτη παρέλευση περίπου δεκαημέρου, η Διοίκηση Αχαΐας επανέρχεται. Με έγγραφό της (αριθ. 3337) της 11 Ιουνίου 1840 ζητά από την επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία να επισπεύσει την έγκριση για την ανέγερση του ναού της Ευαγγελιστρίας, διότι αυτοί που αιτήθηκαν την άδεια, όλοι σχεδόν έμποροι του τόπου, που κατοικούσαν εκεί γύρω και μέχρι τότε εκκλησιάζονταν στον μικρό ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου, απέναντι από το Ιντεάλ, παραπονούνται και διαμαρτύρονται σχετικώς για τη βραδύτητα, ως προς δε την ονομασία συντάσσονται με την πρόταση του δημοτικού συμβουλίου να ονομαστεί ναός της Ευαγγελιστρίας. Το έγγραφο παραλαμβάνεται από την επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία στις 15 Ιουνίου (αριθ. πρωτ. 2436) και ο Γραμματέας Ν. Γ. Θεοχάρης αποστέλλει στις 27 Ιουνίου προς τη Γραμματεία των Εσωτερικών σχετική υπόμνηση (αριθ. 1497), με την παράκληση να επιταχύνει την απάντησή της επί της προκείμενης υποθέσεως.

Συγχρόνως, ο Δήμαρχος Πατρών Ι. Μπουκαούρης αναλαμβάνει πρωτοβουλία και απευθύνει στις 12 Ιουνίου έγγραφο (αριθ. πρωτ. 1163/ διεκπ. 1188) προς τη Διοίκηση Αχαΐας «περί εγέρσεως της Εκκλησίας η Ευαγγελίστρια». Με αυτό, αφού σημειώνει την πολλαπλή ακαταλληλότητα του ναού του Αγ. Νικολάου του Τελωνείου, επισημαίνει την ανάγκη επιταχύνσεως των διαδικασιών για τη χορήγηση της άδειας ανεγέρσεως, διότι οι πολυπληθείς κάτοικοι της πόλεως, «κατοικούντες παρά τω Παραλίω αυτής», δεν έχουν κοντά καμία εκκλησία. Η εν λόγω αναφορά του Δημάρχου Πατρών διαβιβάζεται εν πρωτοτύπω στις 14 Ιουνίου 1840 από τη Διοίκηση Αχαΐας προς την επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία της Επικρατείας (αριθ. 3803), με την επισημείωση ότι «δεν δύναται να είναι πλέον ανεπαίσθητος η ανάγκη της ταχείας ανεγέρσεως και του προκειμένου ενοριακού ναού».

Η ονομασία

I. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1840 το τοπίο κάπως ξεκαθαρίζει. Ο επί των Εκκλησιαστικών Γραμματέας Ν. Γ. Θεοχάρης απευθύνει προς τη Διοίκηση Αχαΐας έγγραφο (αριθ. πρωτ. 3713) «περί αδείας ανεγέρσεως Ιερού Ναού», το περιεχόμενο του οποίου έχει περιληπτικώς ως εξής:

Α´. Η θέση όπου πρόκειται να ανεγερθεί ο ναός, κατά το Τελωνείο Πατρών, είναι σύμφωνη με το εγκριθέν σχέδιο πόλεως, πλην όμως η πρόσοψη της οικοδομής δεν έχει ύφος ανάλογο με τον προορισμό της. Έτσι, συντάχθηκε, κατά διαταγή της Γραμματείας των Εσωτερικών, νέο διάγραμμα σε βυζαντινό ύφος, που θεωρείται το πλέον κατάλληλο για τέτοιες οικοδομές, με αποτέλε-

σμα την αύξηση του προϋπολογισμού της δαπάνης σε δρχ. 40.833,76. Στη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών δεν καταλείπεται οιαδήποτε αμφιβολία ότι την αύξηση της δαπάνης θα αναλάβουν ευχαρίστως οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, «δια να αποκτήσωσιν ούτω ναόν κατά τε την εξωτερικήν και την εσωτερικήν ευπρέπειαν ανάλογον με τον θείον προσδιορισμόν του».

Β´. Είναι αναγκαίος ο διορισμός επιτροπής για τις συνδρομές και την οικοδομή, καθώς πρόκειται περί καταστήματος που αποτελεί, κατά νόμο, μέρος της περιουσίας του Δήμου.

Γ´. Προ της ανεγέρσεως της οικοδομής, πρέπει να επιλυθεί η περί την ονομασία του ναού διαφωνία μεταξύ του δημοτικού συμβουλίου και των ενοριτών. Ειδικότερα, ούτε όσιο ούτε ευπρεπές είναι να εκλείψει το όνομα του Αγ. Νικολάου, επʼ ονόματι του οποίο ετιμάτο ο κατεδαφισθείς ιερός ναός, «επί των ερειπίων του οποίου πρόκειται να ανεγερθεί η προκείμενη εκκλησία»˙ ούτε δίκαιον είναι, πάλι, να μην εκπληρωθεί η ευχή των ενοριτών, που έχουν ίσως ευλάβεια στον Άγ. Γεώργιο˙ ούτε, τέλος, πρέπον είναι να μείνει ανεφάρμοστη η πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου να καθιερωθεί ο ναός προς τιμή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έτσι, για να συμβιβαστούν «αι μικρού λόγου άξιαι διαφωνίαι αύται», μέσο πρόχειρο και ικανό να ευχαριστήσει όλους είναι το εξής:

Επειδή μέχρι τώρα ο ναός ήταν γνωστός ως του Αγ. Νικολάου και προσθέτως, αν και όλοι τον σέβονται, οι ναυτικοί, όμως, τον έχουν, κατ’ εξαίρεση, πάτρωνα, θα μπορούν δε, συχνάζοντας στην εμπορική πόλη των Πατρών, να επισκέπτονται ευκολότερα τον ναό, ως εκ της θέσεώς του προς τη θάλασσα, καλό είναι να τιμηθεί το Καθολικό με το όνομα του Αγ. Νικολάου. Με δεδομένο, εξάλλου, ότι ο ναός θα γίνει τρισυπόστατος, θα έχει, δηλαδή, ανά μία πτέρυγα ένθεν και ένθεν του Καθολικού, καλό είναι η δεξιά να αφιερωθεί στη θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού και η αριστερή στον Άγ. Γεώργιο.

Δ´. Τέλος, και προκειμένου να δοθεί τελικώς η προς την οικοδομή του ναού άδεια απαιτείται πράξη του Δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικώς με την ανάληψη εκ μέρους του Δήμου Πατρών της υποχρεώσεως «διά την φωταγωγίαν, την εσωτερικήν διακόσμησιν και ευπρέπειαν και διά την άλλην επιμέλειαν του ναού».

II. Ωστόσο, απ’ ό, τι φαίνεται, η διευθέτηση των κατά τα άνω εκκρεμοτήτων διήρκεσε περισσότερο από όσο αναμενόταν. Έτσι, μόλις μετά από ένα έτος, το Δημοτικό Συμβούλιο των Πατρών λαμβάνει, κατά τη συνεδρίασή του της 27 Σεπτεμβρίου 1841, παμψηφεί τις εξής αποφάσεις: α´) αναδέχεται την υποχρέωση της «διηνεκούς φωταγωγίας, της εσωτερικής διακοσμήσεως και ευπρεπείας και της άλλης επιμελείας» του νέου ναού και β´) συμφωνεί με την ονοματοθεσία της εκκλησίας, πλην όμως θα πρέπει, για τους ήδη εκτεθέντες λόγους, να ονομαστεί το Καθολικό «Ευαγγελίστρια» και οι εκατέρωθεν πτέρυγες να λάβουν τα ονόματα των Αγίων Γεωργίου και Νικολάου. Παρακαλεί, έτσι, ευσεβάστως την επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία να «παραδεχθή την τροποποίησιν αυτήν». Την έγκαιρη και διαρκή εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων αναδέχεται και ο Δήμαρχος Πατρέων Α. Λόντος, ο οποίος στις 29 Σεπτεμβρίου 1841 ενημερώνει σχετικώς τη Β. Διοίκηση Αχαΐας εγγράφως (αριθ. πρωτ. 2143 / διεκπ. 2072). Την επομένη, 30 Σεπτεμβρίου, ο Διοικητής Αχαΐας Ι. Αμβροσιάδης απευθύνεται προς τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών (αριθ. πρωτ. 5467), ενημερώνοντάς την ότι, μετά από τις επανειλημμένες προσκλήσεις του, ελήφθησαν οι θετικές απαντήσεις τόσο του Δημάρχου (αριθ. 3413) όσο και του Δημοτικού Συμβουλίου και επομένως παρακαλείται η Β. Γραμματεία να χορηγήσει ταχέως τη ζητούμενη άδεια. Ακολούθως, η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών αποστέλλει στις 16 Οκτωβρίου 1841 σε εκείνη των Εσωτερικών έγγραφο με θέμα «Περί του εν Πάτραις ανεγερθησομένου Ιερού Ναού». Σε αυτό διαπιστώνεται η πλήρωση όλων των όρων και προϋποθέσεων που είχαν τεθεί, με αποτέλεσμα να μην απομένει οτιδήποτε άλλο παρά μόνο «να δοθή η άδεια της οικοδομής και να διορισθή η επί των συνδρομών και της οικοδομής του Ναού επιτροπή».

III. Η εγκριτική απόφαση της επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείας εκδίδεται τελικώς στις 16 Οκτωβρίου 1841. Ειδικότερα, εγκρίνεται η έναρξη της οικοδομής του Ι. Ναού στο 21 Ο.Τ. της κάτω πόλεως των Πατρών και η καθιέρωση, «κατά την υπό του Δημοτικού Συμβουλίου εκφρασθείσαν επιθυμίαν», του μεν Καθολικού του ναού εις τιμήν της θεομητορικής εορτής του Ευαγγελισμού, των δε εκατέρωθεν πτερύγων εις τιμήν των Αγ. Νικολάου και Γεωργίου. Είναι, επομένως, σαφές από την αλληλουχία των εγγράφων ότι η ανέγερση του ναού επʼ ονόματι της Ευαγγελίστριας οφείλεται στη σταθερή και επίμονη επιθυμία του Δημοτικού Συμβουλίου των Πατρών και ασφαλώς δεν υπήρξε τυχαίο γεγονός, αποκύημα μιας κληρωτίδας, όπως είχε κατά το παρελθόν υποστηριχθεί… (Αλέκος Α. Βρης, Η ιστορία του ιερού ναού της Μητροπόλεως, εφημ. Ημερήσιος Κήρυξ, φύλ. 514 της 19.5.1971, σ. 1).

Τα λοιπά θέματα, ήτοι ο διορισμός επιτροπής επί των συνδρομών και οι οδηγίες περί της εκτελέσεως της οικοδομής ανήκουν στην αρμοδιότητα της επί των Εσωτερικών Γραμματείας, η οποία παρεκλήθη, εκ νέου, να ενεργήσει σχετικώς όσον τάχιον. Έτσι, στις 28 Δεκεμβρίου 1841 η επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία απευθύνεται εγγράφως αφενός προς εκείνη των Εσωτερικών και αφετέρου προς τη Διοίκηση Αχαΐας. Η πρώτη παρακαλείται «να επιταχύνη την έκδοσιν των απαιτουμένων διαταγών» και η δεύτερη ενημερώνεται από τον αρμόδιο Γραμματέα Ιάκ. Ρίζο [Νερουλό] ότι, μετά από την έκδοση της άδειας ανεγέρσεως, «δεν ανήκει εις ημάς πλέον να ενεργήσωμεν τι».


Οδός Μαιζώνος από Ερμού, κοιτάζοντας προς την πλατεία Β. Όλγας. Δεξιά διακρίνεται ο Ι.Ν. Ευαγγελίστριας (από το βιβλίο H Πάτρα στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα από γυάλινες φωτογραφικές πλάκες - Aνέκδοτο υλικό, 2002, εκδ. Τyporama).


Η από 16 Οκτωβρίου 1841 άδεια από τη Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ανεγέρσεως του ναού της Ευαγγελιστρίας (ΓΑΚ Φ243/Λ179).


Οδός Μαιζώνος. Ημέρα εορτής. Από Ερμού κοιτάζοντας προς την πλατεία Β. Όλγας. Δεξιά διακρίνεται ο Ι. Ν. Ευαγγελίστριας (από το βιβλίο H Πάτρα στις αρχές του 20ού αιώνα, 2002)


Εφημεριακά

I. Στο «Αρχείον των Βλαχοπαπαδόπουλων των Πατρών» (σ. 41), που καταλογογράφησε, το 1983, ο ιστορικός Κ. Τριανταφύλλου, απόκειται η από 27 Αυγούστου 1862 συγχαρητήρια επιστολή του Νικολ. Καρυδιώτη, εφημερίου Ευαγγελιστρίας, προς τον εκ Πατρών Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόφιλο, με αφορμή την πρόσφατη τότε ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (8.8.1862).

II. Σύμφωνα με το κληρικολόγιο του ναού στους διατελέσαντες εφημερίους του καταλέγεται και ο Αθανάσιος Ευσταθόπουλος (1871). Όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 5 Απριλίου 1874 επιστολή του προς την Ι. Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος, που απόκειται στο Ιστορικό Αρχείο της (φάκ. 77), ο εν λόγω κληρικός εγκατέλειψε το 1866 την πατρίδα του (Κύμη Καρυστίας) και εντάχθηκε στην Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας. Αιτία για τη λήψη της συγκεκριμένης αποφάσεως υπήρξαν «αι διηνεκείς και ζωηραί του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου (Κύριλλου Χαιρωνίδη) υποσχέσεις περί της ηθικής και υλικής βελτιώσεως (αυτού) τε και της πολυμελούς οικογένειάς (του)». Έτσι, αρχικώς διορίσθηκε εφημέριος στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Νικολάου στον Πύργο και αργότερα (1871) μετατέθηκε στον εν Πάτραις μητροπολιτικό ναό του Ευαγγελισμού. Ωστόσο, πριν από κάποιο χρονικό διάστημα (1872;), «αίφνης και παρά πάσαν προσδοκίαν» μετακινήθηκε «από της εφημερίας του Ευαγγελισμού εις την του πενεστάτου Ναϊδρίου του Αγίου Διονυσίου». Αν και ο Σ. Αρχιεπίσκοπος, προς τον οποίο διαμαρτυρήθηκε προφορικώς, «υπεσχέθη την βραδύτερον επανόρθωσιν του γινομένου (αυτώ) δυστυχήματος», ο θάνατός του (12 Μαρτίου 1874) δεν επέτρεψε την εκπλήρωση των υπεσχημένων. Ζητά, έτσι, από την Ι. Σύνοδο την αποκατάσταση της αδικίας. Η επιστολή του αυτή παραλαμβάνεται από την Ι. Σύνοδο στις 26 Απριλίου (αριθ. πρωτ. 237), η οποία, διά του Λευκάδος Γρηγορίου, προσκαλεί, με έγγραφο της 29 τρέχοντος μηνός (αριθ. διεκπ. 1261), την Επισκοπική Επιτροπή Πατρών και Ηλείας να τον επαναφέρει στη θέση του ή, εάν τούτο δεν είναι εφικτό, να τον διορίσει στην κενή εφημεριακή θέση του Αγ. Ανδρέα.

Εν τω μεταξύ, οι εφημέριοι της Ευαγγελιστρίας, Θεοφάνης (Μιχαλόπουλος) και Κωνσταντίνος (Σπηλιωτόπουλος), απευθύνονται, ενόψει της μεταθέσεως του ιερέως Αθανασίου (Ευσταθόπουλου) στον ναό τους, στις 3 Μαΐου 1874 προς την Ι. Σύνοδο. Με την έγγραφη αναφορά τους ενημερώνουν τη Σύνοδο ότι με τον Αθανάσιο υπήρξαν, κατά το παρελθόν, συνεφημέριοι, πλην όμως, «επειδή ήτο ασυμβίβαστος μεθʼ ημών και καθημέραν συνέβαινον δυσάρεστα», αποφασίστηκε η μετάθεσή του και στη θέση του τοποθετήθηκε (Ιούλιος 1872) ο νυν συνεφημέριός τους Παναγιώτης (Τζαπραζηλής). Επισημαίνουν, μάλιστα, την αδυναμία τόσο της ενορίας της Ευαγγελίστριας να συντηρήσει και τέταρτο εφημέριο όσο και τη δική τους να συμπράξουν σε οποιαδήποτε ιεροτελεστία με τον άλλοτε συνεφημέριό τους, καθώς ο τελευταίος, καθόλο το διάστημα του ενός έτους που διήρκεσε η εφημερία του στον μητροπολιτικό ναό, «παρά πάσαν προσδοκίαν έδειξεν σκανδαλωδεστάτην διαγωγήν, έργον έχων να περιφέρηται εις τας οικογενείας της ενορίας και να συκοφαντή τους συναδέλφους ιερείς». Ταυτόσημο αίτημα διατυπώνει στις 6 Μαΐου 1874 προς την Ι. Σύνοδο και το, υπό την προεδρία του Δημάρχου Πατρών Γ. Ρούφου, Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ναού της Ευαγγελίστριας.

Ήδη, πάντως, στις 4 Μαΐου 1874 η Γενική Επισκοπική Επιτροπή Πατρών και Ηλείας γνωστοποιεί με έγγραφό της την Ι. Σύνοδο (αριθ. πρωτ. 2867 - διεκπ. 143) ότι η επάνοδος του ιερέως Αθανασίου (Ευσταθόπουλου) στην πρότερη εφημεριακή του θέση στον ναό της Ευαγγελίστριας είναι δύσκολη, ως εκ της καλύψεώς της, ήδη από διετίας, από τον εφημέριο Παναγιώτη (Τζαπραζηλή), ενώ αυτός δεν αποδέχεται τη θέση στον ναό του Αγ. Ανδρέα που εναλλακτικώς του προσφέρθηκε. Με επιστολή του προς την Επισκοπική Επιτροπή στις 18 Μαΐου ε.ε. ο ιερεύς Αθανάσιος καθιστά γνωστή την απόφασή του να παραμείνει τελικώς στην εφημεριακή θέση που ήδη βρίσκεται (Αγ. Διονύσιος) και παρακαλεί την Επιτροπή όπως «διαφωτίση περί (αυτού) και της αθωότητος της οικογενείας (του) την Εκκλησία … και διαλύση τας κατʼ (αυτού) ύβρεις και σκευωρίας». Πράγματι, η Επισκοπική Επιτροπή αποστέλλει αυθημερόν το με αριθ. πρωτ. 2882 (διεκπ. 147) έγγραφό της προς την Ι. Σύνοδο, με το οποίο, μεταξύ άλλων, ενημερώνει αυτήν ότι η διαγωγή του εν λόγω εφημερίου και της οικογένειάς του είναι «αρίστη»…


Η από 5 Απριλίου 1874 επιστολή του εφημερίου Α. Ευσταθόπουλου (ΙΑΕΕ)


Η τελευταία σελίδα της από 6 Μαίου 1874 επιστολής του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ναού της Ευαγγελίστριας προς την Ι. Σύνοδο (ΙΑΕΕ)

Ευχαριστώ θερμώς τον Προϊστάμενο του Μητροπολιτικού Ναού της Ευαγγελιστρίας π. Αμβρόσιο Γκουρβέλο για την ευγενική παραχώρηση χρήσιμου πληροφοριακού υλικού.»